θωρηκτός

θωρηκτός
η , ό[ν] см. θωρακισμένος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "θωρηκτός" в других словарях:

  • θωρηκτός — ή, ό 1. αυτός που έχει επενδυθεί με μεταλλικό θώρακα («θωρηκτό κατάστρωμα πλοίου») 2. το ουδ. ως ουσ. το θωρηκτό πολεμικό πλοίο προστατευόμενο από τα εχθρικά βλήματα με μεταλλικό θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θωρήσσω. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»