θωρηκτός
Смотреть что такое "θωρηκτός" в других словарях:
θωρηκτός — ή, ό 1. αυτός που έχει επενδυθεί με μεταλλικό θώρακα («θωρηκτό κατάστρωμα πλοίου») 2. το ουδ. ως ουσ. το θωρηκτό πολεμικό πλοίο προστατευόμενο από τα εχθρικά βλήματα με μεταλλικό θώρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θωρήσσω. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… … Dictionary of Greek